Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.).
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 και 3 του ν.2676/ 99 (Α, 1) «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.».
β) Τις διατάξεις του π.δ. 63/2005 (Α, 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα».
γ) Τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α, 214) «Σύσταση Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 18 παρ. 7 του ν. 3144/2003 (Α, 111) και το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 3232/2004 (Α, 48).
δ) Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 3220/2004 (Α, 15), του ν.3232/2004 (Α, 48) και του άρθρου 26 του ν. 3296/2004 (Α, 253).
ε) Τις διατάξεις του άρθρου 15 του π.δ/τος. 213/1992 (Α, 102) «Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
στ) Την υπ’αριθμ. 130/14.10.2002 Οικονομική Έκθεση της Δ/νσης Αναλογιστικών Μελετών της Γ.Γ.Κ.Α.
ζ) Τη γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε. που διατυπώθηκε στην υπ’αριθμ. 404/3/268/6.12.2001 απόφασή του όπως συμπληρώθηκε με την υπ’αριθμ.489/1/505/2.6.2004 απόφασή του.
η) Τη γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, που διατυπώθηκε κατά τις υπ’αριθμ. 2η/4.2.2003, 3η/ 11.2.2003, 4η/4.3.2003 και 1η/19.10.2004 συνεδριάσεις αυτού.
θ) Το γεγονός ότι από το παρόν διάταγμα δεν προκαλείται επιπλέον επιβάρυνση σε βάρος ούτε του κρατικού προϋπολογισμού ούτε του προϋπολογισμού του ΟΑΕΕ, δεδομένου ότι με τις διατάξεις του Προεδρικού αυτού Διατάγματος επιδιώκεται η ενοποίηση και κωδικοποίηση των διατάξεων της νομοθεσίας των τριών καταργούμενων Ταμείων.
ι) Την υπ’αριθμ. 110/27.2.2004 γνωμοδότηση του ΣτΕ μετά από πρόταση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την υπ’αριθμ. 76/12.4.2005 γνωμοδότηση του ΣτΕ μετά από πρόταση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, αποφασίζουμε:
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΛΑΔΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 1
ΠΡΟΣΩΠΑ ΥΠΑΓΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
1.Στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται όλα τα παρακάτω φυσικά πρόσωπα ηλικίας άνω των 18 ετών, αδιακρίτως φύλου και υπηκοότητας, που ασκούν την δραστηριότητά τους στην Ελλάδα: α) Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες, που διατηρούν επαγγελματική και βιοτεχνική στέγη, ως τοιαύτης νοούμενης και της οικίας ή οποιουδήποτε χώρου όπου ασκείται επάγγελμα ή βιοτεχνία.
β) Τα ασκούντα εμπορία πρόσωπα, τα οποία κατά νόμο υπάγονται σε Εμπορικό, Βιομηχανικό, Επαγγελματικό ή Βιοτεχνικό Επιμελητήριο ή και τα περιφερειακά τοιαύτα ανεξαρτήτως της επιμελητηριακής τους κατάστασης.
γ) Τα πρόσωπα, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α, 214), όπως έχουν τροποποιηθεί με το άρθρο 18 παρ. 7 του ν. 3144/2003 (Α, 111) και με την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του ν.3232/2004 (Α, 48) και ισχύουν κάθε φορά δ) Οι Χρηματιστές, Μεσίτες, Αντικρυστές του Χ.Α.Α., Επιχειρηματίες κινηματογράφου και εκτελωνιστές.
ε) Οι επιχειρηματίες ιδιωτικών κλινικών και θεραπευτηρίων, που δεν έχουν την ιδιότητα του γιατρού.
στ) Οι ξενοδόχοι, των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα άρχισε μετά την 1.3.1999, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 2676/1999 (1 Α’).
ζ) Οι κατέχοντες άδεια εκπαιδευτή οδηγών αυτοκινήτου, εφόσον ασκούν αυτοπρόσωπα το επάγγελμα αυτό με ιδιόκτητο εκπαιδευτικό αυτοκίνητο ή εφόσον διατηρούν σχολή οδηγών αυτοκινήτου η δε λειτουργία αυτής αποδεικνύεται με βεβαίωση της οικείας ΔΟΥ ή συμμετέχουν σε εταιρεία με αυτό το αντικείμενο.
η) Οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ή οι χρήστες και εκμεταλλευτές αυτών, σε περίπτωση που έχει παρακρατηθεί η κυριότητα, αφ’ ότου με συμβόλαιο αγοράς ή άλλη πράξη μεταβίβασης, όταν δεν απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη, μεταβιβάζεται σ’ αυτούς η κυριότητα ή η χρήση και εκμετάλλευση του αυτοκινήτου.
Όσα από τα πρόσωπα αυτά δεν οδηγούν αυτοπρόσωπα το ιδιόκτητο ή συνιδιόκτητο αυτοκίνητό τους και έχουν ποσοστό κυριότητας, νομής, χρήσης και εκμετάλλευσης μέχρι 12,5% λεωφορείου δημόσιας χρήσης ή 25% επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης μετά ή άνευ μετρητού ή ποσοστό φορτηγού αυτοκινήτου που αντιστοιχεί σε 1,5 τόνο, υπάγονται ως προς τον καθορισμό των καταβλητέων εισφορών σύνταξης, στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992 (165 Α’), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την παρ. 1 περ. β), γ) και δ) του άρθρου 9 του ν. 2556/1997 (Α, 270).
θ) Οι ιδιοκτήτες ή χρήστες και εκμεταλλευτές Τουριστικών Λεωφορείων δημόσιας χρήσης, εφόσον κατέχουν άδεια Τουριστικής Επιχείρησης Οδικών Μεταφορών (Τ.Ε.Ο.Μ.).
Τα πρόσωπα της παρούσας περίπτωσης, που κατέχουν παράλληλα και άδεια Ε.Ο.Τ., υπάγονται υποχρεωτικά σε ένα μόνο ασφαλιστικό φορέα (Ο.Α.Ε.Ε. ή ΤΑ.Ν.Π.Υ.), τον οποίο επιλέγουν με δήλωσή τους που υποβάλλεται στον φορέα αυτό μέσα σε προθεσμία (6) μηνών από την έκδοση της δεύτερης χρονικά άδειας.
Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί δήλωση μέσα στην προθεσμία αυτή, η υποχρεωτική ασφάλιση γίνεται στο φορέα που υπάγεται ο ενδιαφερόμενος, βάσει της πρώτης χρονικά άδειας.
Τα πρόσωπα των περ. η’ και θ’, των οποίων το ιδιόκτητο ή εκμεταλλευόμενο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης τέθηκε σε ακινησία από οποιαδήποτε αιτία, η οποία βεβαιώνεται με έγγραφο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, εξακολουθούν να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. για όλο το χρονικό διάστημα της ακινησίας, εφόσον διατηρούν το δικαίωμα της αδείας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, υποχρεούμενοι στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών για το διάστημα αυτό.
Δεν θεωρείται χρόνος υποχρεωτικής ασφάλισης στον Ο.Α.Ε.Ε. των προσώπων της προηγουμένης παραγράφου το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει αφαιρεθεί η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου τους.
ι) Το τακτικό προσωπικό του καταργηθέντος Τ.Σ.Α., με συνταξιοδοτικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 317/1976 όπως ισχύει.
ια) Οι θεατρικοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύει.
ιβ) Οι κυβερνήτες επαγγελματικών πλοίων αναψυχής (ιστιοφόρων ή μηχανοκίνητων), σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του ν. 3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύει.
2.Στην κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται επίσης:
α) Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτήν πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.
β) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Α.Ε., με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική ή βιοτεχνική δραστηριότητα, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 5%.
γ) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Α.Ε, με αντικείμενο επιχειρήσεως την εμπορία, τα οποία μετέχουν στο Εταιρικό Κεφάλαιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 3%.
δ) Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών.
3.Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., ανεξάρτητα αν ασφαλίζονται ή συνταξιοδοτούνται από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Άρθρο 2
ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Από την υποχρεωτική ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε. εξαιρούνται τα παρακάτω πρόσωπα:
1.α) Επαγγελματίες υπέρ των οποίων έχουν συσταθεί και λειτουργούν ίδιοι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί Κύριας ασφάλισης, όπως: Υγειονομικών, Ναυτικών Πρακτόρων, Μηχανικών & Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, Ιδιοκτητών Συντακτών & Υπαλλήλων Τύπου, κ.α..
β) Αυτοτελώς απασχολούμενοι, που με ειδικές διατάξεις νόμων έχουν υπαχθεί στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλων φορέων Κύριας ασφάλισης.
γ) Οι αφανείς εταίροι επιχειρήσεων.
δ) Οι μέτοχοι Α.Ε. εισηγμένων στο χρηματιστήριο.
2.α) Τα πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (214 Α’, των παρ. 7, 8 και 9 του άρθρου 18 του ν.3144/2003 (111 Α’) και της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν.3232/2004 (48 Α’).
β) Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία, ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 11 του άρθρου 7 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως εκάστοτε ισχύει.
Άρθρο 3
ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
1.Στην ασφάλιση του Κλάδου Σύνταξης του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται προαιρετικά, με αίτησή τους, τα παρακάτω πρόσωπα:
α) Οι ξενοδόχοι των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει αρχίσει πριν από την 1.3.1999, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 2676/1999 (1 Α’).
β) Τα πρόσωπα της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος π.δ/τος, που επέλεξαν ως φορέα ασφάλισης το ΤΑ.Ν.Π.Υ. ή υπήχθησαν σε αυτό λόγω της πρώτης χρονικά άδειας Ε.Ο.Τ., ύστερα από αίτησή τους, που υποβάλλεται στον Οργανισμό εντός ενός (1) έτους από τη λήψη της δεύτερης χρονικά άδειας Τ.Ε.Ο.Μ.
γ) Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθ. 39 του ν. 2084/1992 (165 Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά.
δ) Τα πρόσωπα, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθ. 2 του ν. 2335/1995 (185 Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά.
ε) Οι εικαστικοί καλλιτέχνες, μέλη του Επιμελητηρίου των Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας.
στ) Τα πρόσωπα τα οποία εξαιρούνται της ασφάλισης του Ο.Α.Ε.Ε. με βάση τα εδάφια α, β, γ, δ και ε της παρ.
1του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (214 Α’), όπως ισχύει.
Τα πρόσωπα της παρούσης παραγράφου ασκούν το δικαίωμα υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση άπαξ και δεν δύνανται να επανέλθουν, εφόσον διακόψουν αυτήν ή απωλέσουν το δικαίωμά τους.
2.Η προαιρετική ασφάλιση των παραπάνω προσώπων διακόπτεται:
α) Με αίτησή τους από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της β) Με τη διακοπή της δραστηριότητας για την οποία υπήχθησαν στην προαιρετική ασφάλιση γ) Ειδικά για τα πρόσωπα των περιπτώσεων (β), (γ) και (δ) της παρ.1 του παρόντος άρθρου, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακοπή της ασφάλισής τους στον ασφαλιστικό φορέα επιλογής ή με τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης στα Ταμεία Νομικών, Τ.Σ.Α.Υ, Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., οπότε υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.
3.Οι εισφορές μέχρι την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακοπή της προαιρετικής ασφάλισης είναι απαιτητές.
Άρθρο 4
ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
1.Τα παρακάτω πρόσωπα δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους προαιρετικά στους δύο κλάδους ασφάλισης του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον δεν είναι ασφαλισμένοι ή συνταξιούχοι άλλου φορέα κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου από ίδιο δικαίωμα: α) Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε. που διέκοψαν την ασφάλισή τους σ’ αυτόν από οποιαδήποτε αιτία και έχουν πραγματοποιήσει πέντε (5) έτη πραγματικής ασφάλισης σε οποιοδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, από τα οποία ένα (1) τουλάχιστον έτος στην ασφάλιση του Οργανισμού, πριν από τη διακοπή της ασφάλισης.
β) Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε. που έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας, όταν διακοπεί η συνταξιοδότησή τους.
γ) Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε., που έχουν πραγματοποιήσει (10) έτη πραγματικής ασφάλισης σ’ αυτόν ή με συνυπολογισμό χρόνου σε οποιοδήποτε άλλο φορέα, εφόσον ο Ο.Α.Ε.Ε. είναι ο τελευταίος φορέας ασφάλισης, μπορούν οποτεδήποτε να υπαχθούν στην προαιρετική ασφάλιση του Οργανισμού, από την πρώτη του επόμενου μήνα της υποβολής της αίτησης.
Η αίτηση για συνέχιση της ασφάλισης προαιρετικά της περίπτωσης (α) υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης και εφόσον δεν υπάρχει ουδεμία οφειλή του ασφαλισμένου προς τον Οργανισμό, της δε περίπτωσης (β) υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο
(2)ετών, που αρχίζει από τη λήξη της συνταξιοδότησής τους ή μέσα σε προθεσμία ενός έτους, που αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου του Οργανισμού, με την οποία δεν γίνεται δεκτή η παράταση της συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας.
Η προαιρετική ασφάλιση των παραπάνω προσώπων αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους ή από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης ή από τη διακοπή της συνταξιοδότησης.
Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται:
α) Με αίτηση του ασφ/νου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της.
β) Με την ασφάλιση ή τη συνταξιοδότησή του από άλλο ασφ/κό οργανισμό κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Καταβολή εισφορών μετά την υποβολή της αίτησης διακοπής, την ασφάλιση ή συνταξιοδότηση από άλλο φορέα δεν γεννά κανένα δικαίωμα, πλην της επιστροφής ατόκως των εισφορών κλάδου σύνταξης.
2.Τα πρόσωπα του άρθρου 3 και της παρ. 1 του παρόντος άρθρου διέπονται, ως προς την καταβολή των εισφορών, από τις διατάξεις που ισχύουν για τους υποχρεωτικά ασφαλισμένους.
Ασφαλιστικές εισφορές, που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από τη διακοπή του επαγγέλματος ή από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης μέχρι την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο, καταβάλλονται εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την κοινοποίηση της απόφασης, είτε εφάπαξ, είτε τμηματικά.
Στην τμηματική καταβολή ο υπολογισμός γίνεται με τα ισχύοντα κατά την ημερομηνία καταβολής.
Στην εφάπαξ καταβολή, εάν πραγματοποιηθεί εντός (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης, ο υπολογισμός του ποσού γίνεται με το εκάστοτε ισχύον ασφάλιστρο χωρίς πρόσθετα τέλη, άλλως με τα ισχύοντα κατά την ημερομηνία καταβολής.
3.Τα πρόσωπα του άρθρου 3 κατατάσσονται στην 1η ασφαλιστική κατηγορία, τα δε πρόσωπα της παρ. 1 του παρόντος άρθρου στην ίδια ασφαλιστική κατηγορία που ήταν κατά την διακοπή του επαγγέλματός τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του παρόντος π.δ/τος.
Τα ως άνω πρόσωπα δύνανται με αίτησή τους να υπαχθούν σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από την πρώτη του επόμενου έτους της υποβολής της σχετικής αίτησης.
4.Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος:
α) Έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς περισσότερο από ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή.
β) Δεν εξοφλήσει τις εισφορές του εδάφ. β της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εντός της τασσόμενης προθεσμίας.
5.Η προαιρετική ασφάλιση εξομοιώνεται για κάθε περίπτωση με την υποχρεωτική ασφάλιση.
Άρθρο 5
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
1.Για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε., υπάγονται σε ασφαλιστικές κατηγορίες, των οποίων η μηνιαία εισφορά αντιστοιχεί σε ποσοστό 20%, επί του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π., όπως αυτό έχει διαμορφωθεί και ισχύει για τους νέους ασφαλισμένους.
ΕΥΡΩ | ΕΥΡΩ | |||
1η | Ασφαλιστική Κατηγορία | 610,16 | Μηνιαία Εισφορά | 122,03 |
2η | » | 750,34 | » | 150,07 |
3η | » | 889,58 | » | 177,92 |
4η | » | 1028,40 | » | 205,68 |
5η | » | 1161,33 | » | 232,27 |
6η | » | 1263,41 | » | 252,68 |
7η | » | 1362,12 | » | 272,42 |
8η | » | 1460,84 | » | 292,17 |
9η | » | 1559,54 | » | 311,91 |
10η | » | 1658,27 | » | 331,65 |
11η | » | 1756,98 | » | 351,40 |
12η | » | 1855,68 | » | 371,14 |
13η | » | 1954,40 | » | 390,88 |
14η | » | 2053,12 | » | 410,62 |
2.Τα κατά την προηγούμενη παράγραφο ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ.
3.Από τις παραπάνω ασφαλιστικές κατηγορίες οι δέκα (10) πρώτες είναι υποχρεωτικές και οι υπόλοιπες (4)τέσσερις είναι προαιρετικές.
Οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού κατατάσσονται στην 1η ασφαλιστική κατηγορία και μετατάσσονται στις επόμενες υποχρεωτικές ασφαλιστικές κατηγορίες ανά τρία (3) έτη.
Η καταβολή των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών από τους ασφαλισμένους γίνεται επί της αντίστοιχης υποχρεωτικής ασφαλιστικής κατηγορίας.
4.Ο ασφαλισμένος μπορεί με αίτησή του να επιλέξει ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία από αυτή που υπάγεται υποχρεωτικά για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών ή εφόσον βρίσκεται σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία να επιλέξει κατώτερη. Στην τελευταία περίπτωση κατατάσσεται στην ασφαλιστική κατηγορία στην οποία θα υπήγετο υποχρεωτικά, εάν δεν είχε επιλέξει ανώτερη.
Αίτηση για μεταβολή ασφαλιστικής κατηγορίας δύναται να υποβάλλεται στον ΟΑΕΕ οποτεδήποτε, σε κάθε περίπτωση όμως η μετάταξη από κατηγορία σε κατηγορία θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης.
Άρθρο 6
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΩΝ
1.Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε. ή σε περίπτωση θανάτου τους, οι δικαιούχοι σύνταξης δύνανται να αναγνωρίσουν με εξαγορά, ύστερα από αίτησή τους, τους παρακάτω χρόνους:
α) Το χρόνο στρατιωτικής υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις, στα Σώματα Ασφαλείας, καθώς και στο Λιμενικό και Πυροσβεστικό Σώμα, με την ιδιότητα του κληρωτού ή εφέδρου, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.1358/1983 (64 Α’), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Οι ασφαλισμένοι που δεν υπηρέτησαν την στρατιωτική τους υπηρεσία, αλλά την εξαγόρασαν, δεν είναι δυνατόν να την αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης.
Το ποσό της εξαγοράς του χρόνου που αναγνωρίζεται, υπολογίζεται με βάση το ασφάλιστρο Κλάδου Σύνταξης της ασφαλιστικής κατηγορίας, στην οποία ανήκουν υποχρεωτικά ή προαιρετικά οι ασφαλισμένοι κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης.
β) Τον οριζόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν.1543/1985 (73 Α’), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, χρόνο φυλάκισης, αιχμαλωσίας, ομηρίας ή εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ελλήνων πολιτών από τις αρχές κατοχής κατά την περίοδο 19411945, καθώς και το χρόνο συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση.
Η αναγνώριση του χρόνου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις, που ορίζουν οι κείμενες διατάξεις για την αναγνώριση της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Το ποσό εξαγοράς, ως προς το μέρος που δεν υπερβαίνει το χρόνο που απαιτείται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καταβάλλεται από το Δημόσιο και το υπόλοιπο από τον ασφαλισμένο.
Όταν στο χρόνο, για τον οποίο υποχρεούται το Δημόσιο να αποδώσει τις εισφορές, υπάρχει και τμήμα αυτού από 15 ημέρες και άνω, τότε αναγράφεται στην αναγνωριστική Πράξη ως πλήρης μήνας και αποδίδονται εισφορές για ολόκληρο μήνα και όταν είναι κάτω των 15 ημερών, παραλείπεται και δεν αποδίδονται εισφορές.
γ) Το χρόνο υπηρεσίας στο Δημόσιο, των μέχρι 31.12.1982 ασφαλισμένων, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως και 6 του ν. 1405/1983 (180 Α’), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
2.Με την προβλεπόμενη από το άρθρο 12 παρ. 3β του ν. 2676/1999 (1 Α’) Υπουργική Απόφαση καθορίζονται τα δικαιολογητικά αναγνώρισης του χρόνου των ανωτέρω προϋπηρεσιών.
3.Οι ανωτέρω χρόνοι, καθώς και ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, θεωρούνται συντάξιμος χρόνος και υπολογίζονται σε έτη και μήνες.
Άρθρο 7
ΤΥΠΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Μετά από παρέλευση διετίας από την αυτεπάγγελτα ή πενταετίας από την με αίτηση γενομένη ασφάλιση προσώπου, ο Οργανισμός δεν δύναται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διανυθέντος χρόνου, έστω και αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής ή παραμονής στην ασφάλιση, εφ’ όσον ο ασφαλισμένος κατέβαλε τις ασφαλιστικές εισφορές μέχρι το τέλος του επομένου έτους από τότε που αυτές κατέστησαν απαιτητές ή έχει παρέλθει πενταετία από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο καταβολή αυτών, δεν διατυπώθηκε έγγραφη αντίρρηση από τον Οργανισμό και ο χρόνος αυτός δεν αμφισβητείται από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό.
Στις περιπτώσεις αυτές ο χρόνος που διανύθηκε λογίζεται ότι διανύθηκε νόμιμα, για όλες τις συνέπειες. Ο Οργανισμός υποχρεούται να διαγράψει από τα Μητρώα του τον ασφαλισμένο, από τον επόμενο μήνα που περιήλθε σε γνώση του η έλλειψη των προϋποθέσεων υπαγωγής ή παραμονής του στην ασφάλιση.
Η διαγραφή δεν δύναται να πραγματοποιηθεί μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων προϋποθέτει αίτηση του ασφ/νου για την αναγνώριση του χρόνου, καλή πίστη εκ μέρους του, ανυπαρξία απατηλής ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθώς και πραγματική άσκηση επαγγέλματος.
Άρθρο 8
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
1.Τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος πρόσωπα, που υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.., εγγράφονται υποχρεωτικά στα Μητρώα ασφαλισμένων αυτού.
2.Η εγγραφή ενεργείται είτε με αίτηση του υπόχρεου, που συνοδεύεται από τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό δικαιολογητικά, είτε αυτεπάγγελτα με πράξη του αρμοδίου οργάνου.
3.Κάθε δήλωση φυσικού ή νομικού προσώπου προς οιανδήποτε ΔΟΥ για την έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος υπαγομένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ, συνοδεύεται απαραίτητα από βεβαίωση του Οργανισμού ότι ο δηλών υπέβαλε σε αυτόν απογραφική δήλωση για το επάγγελμα αυτό. Η βεβαίωση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό ασφάλισης ή βεβαίωση ταμειακής ενημερότητας του άρθρου 63 του ν. 2084/1992 (165 Α’).
4.Τα πρόσωπα της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούνται να προσκομίσουν στον Ο.Α.Ε.Ε. τη βεβαίωση έναρξης άσκησης του επαγγέλματος, που τους χορήγησε η αρμόδια Δ.Ο.Υ., μέσα σε ένα μήνα από την έκδοσή της.
Οι ιδιοκτήτες ή χρήστες και εκμεταλλευτές Δ.Χ. αυτ/ των υποχρεούνται να προσκομίσουν την σχετική πράξη μεταβίβασης αυτών στο όνομά τους, μέσα σε ένα (1) μήνα από την σύνταξή της.
5.Όλες οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί επανεγγραφής του ασφαλισμένου στο Μητρώο των ασφαλισμένων, η δε καθυστέρηση ή παράλειψη της εγγραφής από την Υπηρεσία σε καμία περίπτωση δεν μεταβάλλει το χρόνο έναρξης της ασφαλιστικής σχέσης, εφόσον αυτός αποδεικνύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
6.Ασφαλισμένος που ασκεί περισσότερες της μιας ασφαλιστέες στον Ο.Α.Ε.Ε. δραστηριότητες ή διατηρεί υποκαταστήματα, υποχρεούται να αναγγέλλει αυτές, δηλώνοντας τις διευθύνσεις τους. Στις περισσότερες της μίας διευθύνσεις επιλέγει εκείνη που επιθυμεί να θεωρηθεί ως διεύθυνση επικοινωνίας του με τον Ο.Α.Ε.Ε.. Ελλείψει τέτοιας δήλωσης, η διεύθυνση επικοινωνίας ορίζεται από τον Οργανισμό.
Άρθρο 9
ΕΝΑΡΞΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Η ασφαλιστική σχέση του ασφαλισμένου με τον Οργανισμό αρχίζει:
Από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εκτός των ιδιοκτητών, χρηστών και εκμεταλλευτών Δ.Χ. αυτ/των, που αρχίζει από την ημερομηνία που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή και των ιδιοκτητών από κληρονομικό δικαίωμα, των οποίων αρχίζει μετά παρέλευση 9 μηνών από την ημερομηνία θανάτου.
Σε περίπτωση κτήσης ιδιότητας μέλους νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, η έναρξη της ασφάλισης συμπίπτει με την ημερομηνία της βεβαιωθείσας στη Δ.Ο.Υ. μεταβολής.
Ειδικά επί μετόχων Α.Ε. κατόχων ονομαστικών μετοχών, η ημερομηνία έναρξης ασφάλισης συμπίπτει με την ημερομηνία κτήσης του απαιτούμενου για την υπαγωγή ποσοστού συμμετοχής στο κεφάλαιο της Α.Ε.
Προκειμένου περί μελών του Δ.Σ. της Α.Ε., η ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία, κατά την οποία συντρέχουν σωρευτικά η ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. και η κατοχή ποσοστού 3% ή 5% κατά περίπτωση στο εταιρικό κεφάλαιο.
Στις περιπτώσεις που από φορολογικές διατάξεις δεν υφίσταται υποχρέωση έναρξης εργασιών στην Δ.Ο.Υ., η ασφαλιστική σχέση αρχίζει από την πραγματική άσκηση του επαγγέλματος.
Σε κάθε περίπτωση η έναρξη της ασφαλιστικής σχέσης δεν μπορεί να ανατρέξει σε διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο Οργανισμός έλαβε με οποιονδήποτε τρόπο γνώση της ασφαλιστέας δραστηριότητας.
Άρθρο 10
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Η ασφαλιστική σχέση διαρκεί για όλο το διάστημα κατά το οποίο ο ασφαλισμένος διατηρεί τις προϋποθέσεις ασφάλισής του στον Οργανισμό και καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές.
Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να αναγγέλλει στον Ο.Α.Ε.Ε. κάθε μεταβολή της προσωπικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής του κατάστασης που επηρεάζει την ασφάλιση, διαφορετικά ο Οργανισμός δεν ευθύνεται για την απώλεια δικαιωμάτων ή τη δημιουργία υποχρεώσεων του ασφαλισμένου.
Η καταβολή των εισφορών εκ μέρους του ασφαλισμένου δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα απέναντι στον Οργανισμό, εφόσον ελλείπουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, πλην της επιστροφής ατόκως του ποσού κλάδου σύνταξης που κατεβλήθη για τον αντίστοιχο χρόνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος.
Άρθρο 11
ΛΗΞΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Η ασφαλιστική σχέση του ασφαλισμένου με τον Οργανισμό λήγει: α) Με την οριστική διακοπή επαγγέλματος υπαγόμενου στην ασφάλιση του Οργανισμού. β) Με την έλλειψη των απαιτούμενων στο άρθρο 2 του παρόντος προϋποθέσεων. γ) Με τη διακοπή της προαιρετικής ασφάλισης. δ) Με το θάνατο. ε) Με την πτώχευση.
Ως ημερομηνία διακοπής του επαγγέλματος λαμβάνεται η βεβαιωθείσα από τη Δ.Ο.Υ. ημερομηνία οριστικής παύσης εργασιών του φυσικού ή νομικού προσώπου.
Ως ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας μέλους νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων λαμβάνεται εκείνη που βεβαιώνεται από τη Δ.Ο.Υ. με την υποβολή δήλωσης μεταβολής εργασιών.
Ειδικά επί μετόχων Α.Ε. η ημερομηνία λήξης της ασφάλισης συμπίπτει με την ημερομηνία μείωσης του απαιτούμενου για την υπαγωγή ποσοστού συμμετοχής 3% ή 5% στο κεφάλαιο της Α.Ε. ή της απώλειας της ιδιότητας του μέλους του Δ.Σ.
Στις περιπτώσεις που δεν είναι υποχρεωτική η έναρξη επαγγέλματος στη Δ.Ο.Υ., η ασφαλιστική σχέση λήγει με την διακοπή της πραγματικής άσκησης του επαγγέλματος.
Ως ημερομηνία διακοπής του επαγγέλματος του αυτοκινητιστή λαμβάνεται εκείνη κατά την οποία με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώθηκε από το Δ.Χ. αυτ/το.
Για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ως ημερομηνία έναρξης λαμβάνεται η πρώτη ημέρα του μήνα και ως ημερομηνία λήξης η τελευταία μέρα του μήνα, εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η έναρξη ή η διακοπή του επαγγέλματος.
Άρθρο 12
ΔΕΛΤΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Τα στοιχεία που προσδιορίζουν την έναρξη, τη διάρκεια, τις μεταβολές και τη λήξη της ασφαλιστικής σχέσης καταχωρούνται με υπογραφή του αρμοδίου Οργάνου, κατά χρονολογική σειρά υποβολής και χρόνου ασφάλισης σε ειδικό έντυπο δελτίο, που φέρει τον τίτλο «ΔΕΛΤΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ».
Το δελτίο, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός Μητρώου και το Ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου, φυλάσσεται μέσα στον ασφαλιστικό του φάκελο.
Κάθε λεπτομέρεια σχετική με την τήρηση του Δελτίου Ασφαλιστικής Κατάστασης ρυθμίζεται σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το αρθ. 12 παρ. 3 περ. β ν. 2676/1999 (1 Α’) Υπουργική Απόφαση.
Άρθρο 13
ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ
1.Κάθε έκδοση άδειας κυκλοφορίας Δημοσίας Χρήσεως αυτοκινήτου ανακοινώνεται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε. από την αρμόδια Δημόσια Αρχή.
2.Για την χορήγηση των προβλεπόμενων από την παρ. 1αδειών κυκλοφορίας απαιτείται η υποβολή στην αρμόδια Αρχή βεβαίωσης του Οργανισμού, περί εξόφλησης όλων των απαιτητών υποχρεώσεων προς αυτόν, από πάσης φύσεως οφειλές.
Κατ’ εξαίρεση δύνανται να χορηγούνται βεβαιώσεις και χωρίς προηγούμενη εξόφληση των οφειλομένων εισφορών, εφόσον αυτές, βάσει κειμένων διατάξεων, έχουν κεφαλαιοποιηθεί και καταβάλλονται σε δόσεις και υπό την προϋπόθεση της κανονικής εξόφλησης των δόσεων.
3.Κάθε ιδιοκτήτης Δ.Χ. αυτοκινήτου που μεταβιβάζει κατόπιν οριστικού συμβολαίου την κυριότητα ή χρήση και εκμετάλλευση του αυτοκινήτου του σε άλλον, είτε εξ ολοκλήρου, είτε κατά ποσοστό, υποχρεούται να προσκομίζει στο συμβολαιογράφο ή στην αρμόδια Δημόσια Αρχή και βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Ε. περί πλήρους εξόφλησης των υποχρεώσεών του από πάσης φύσεως οφειλές, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν κεφαλαιοποιηθεί και καταβάλλονται σε δόσεις.
4.Οι συμβολαιογράφοι, καθώς και κάθε αρμόδια κατά Νόμον Αρχή, υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης Δ.Χ. αυτ/του ή την έκδοση απόφασης οριστικής παραίτησης ή ανάκλησης του δικαιώματος της αδείας κυκλοφορίας Δ.Χ. αυτ/του, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει βεβαίωση του Οργανισμού περί εξόφλησης των οφειλομένων προς αυτόν εισφορών.
Επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω πράξης αποστέλλεται στον Ο.Α.Ε.Ε. εντός μηνός από της υπογραφής αυτής.
Εάν δεν συντάσσεται συμβολαιογραφική Πράξη, ο αγοραστής υποχρεούται να προσκομίσει στις αρμόδιες Υπηρεσίες του Οργανισμού, εντός της προθεσμίας του ενός μηνός από τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου, το βιβλιάριο μεταβολών κυριότητος και κατοχής αυτού ή οποιαδήποτε άλλη σχετική Πράξη.
Άρθρο 14
ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
Οι πόροι του Ο.Α.Ε.Ε. είναι:
Έσοδα από μηνιαίες εισφορές, καθώς και πρόσθετα τέλη που επιβάλλονται για τη μη έγκαιρη εξόφλησή τους.
Καταβολές ασφαλισμένων και φορέων τους για αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας (ν. 1405/1983, 185 Α).
Εισφορά του τακτικού προσωπικού του καταργηθέντος Τ.Σ.Α.
Επιχορήγηση (ν. 1477/1984, 144 Α’), (ν. 1642/1986, 125 Α’) και (ν. 1798/1988, 166 Α’), για αναπλήρωση της απώλειας των εσόδων από κοινωνικούς πόρους, που επήλθε λόγω εφαρμογής του Φ.Π.Α. από 1.1.1987.
Επιχορήγηση για κάλυψη της δαπάνης παροχής του Ε.Κ.Α.Σ. (Άρθρο 68 ν. 2084/1992, 165 Α).
Έσοδα εκ ποσοστού επί των προστίμων, χρηματικών ποινών, δικαστικών εξόδων και των μετατροπών σε χρήμα (ν. 663/1977, 215 Α’), όπως τροποποιήθηκε με ν. 2145/1993 (88 Α’).
Έσοδα από πάγια τέλη χαρτ/μου (ν.δ. 4435/1964, 217 Α’), όπως καθορίζονται με το ν. 2084/1992(165 Α’) άρθρο 59.
Συμμετοχή του κράτους στην Κοινωνική Ασφάλιση (Αρθ. 22 και 35 ν. 2084/1992 και π.δ/τος 127, 128 & 129/12.4.1993, 54 Α’).
Έσοδα από συμμετοχή άλλων Ν.Π.Δ.Δ. σε δαπάνες συνταξιοδότησης και μεταφορά χρόνου ασφάλισης από το Δημόσιο (ν. 1405/83, 180 Α’).
Πάγιες εισφορές ν. 2556/1997, 270 Α’ (παρ. 2 άρθρου 10 )σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2873/2000 (285 Α’):
α) Για έκδοση άδειας κυκλοφορίας Δημόσιας και Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου.
β) Για την αντικατάσταση ή ανανέωση κάθε άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου.
γ) Για την χορήγηση άδειας οδήγησης αυτοκινήτων των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Δ, Δ και Δ+Ε.
δ) Για την επέκταση άδειας οδήγησης αυτοκινήτων ή την έκδοση αντιγράφου αυτής.
Ποσοστιαίες εισφορές, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν.1759/1988 (50 Α’) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθ. 27 του ν.2873/2000 (285 Α’).
α) Για την μεταβίβαση κάθε αυτοκινήτου Δημόσιας Χρήσης, 3% επί της μεταβιβαζόμενης συνολικής αξίας.
β) Το 25% επί του συνόλου των τελών κυκλοφορίας κάθε επαγγελματικού αυτοκινήτου Δημόσιας Χρήσης (άρθρο 33 του ν.1759/1988, 50 Α’).
Οι μηνιαίες εισφορές που καταβάλλονται από κάθε κύριο και νομέα ή χρησιούχο και εκμεταλλευτή αυτοκινήτου Δημόσιας ή Ιδιωτικής Χρήσεως (παρ. 1 του άρθρου 10του ν. 2556/1997, 270 Α’).
Τα έσοδα από αποδόσεις κεφαλαίων και αποθεματικών.
Κάθε έσοδο που περιέρχεται στον Οργανισμό από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστικής αιτίας κτήση.
Εφάπαξ εισφορά απογραφής των υπό ασφάλιση προσώπων, η οποία εισπράττεται κατά την εγγραφή και είναι ίση με το 50% του ασφαλίστρου της 3ης ασφαλιστικής κατηγορίας.
Κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητα του Οργανισμού.
Τα πάσης φύσεως έσοδα των καταργούμενων Ταμείων Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α.
Άρθρο 15
ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
1.Η καταβολή των εισφορών από τους ασφαλισμένους του Ο.Α.Ε.Ε. γίνεται στα Γραφεία των ΕΛΤΑ με το σύστημα της ταχυπληρωμής ή στα υποκαταστήματα των τραπεζών, με τις οποίες ο Οργανισμός συνάπτει σύμβαση για το σκοπό αυτό ή σε Ν.Π.Δ.Δ..
Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών δύναται να γίνει και στις Ταμειακές Υπηρεσίες του Οργανισμού με μετρητά.
2.Ο Οργανισμός αποστέλλει στον υπόχρεο ασφαλισμένο του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μονού μήνα, απόδειξη πληρωμής, το ύψος της οποίας αντιστοιχεί στο ποσό των δύο (2) μηνιαίων εισφορών, εκτός εάν υπάρχει έναρξη ή λήξη ασφαλιστικής περιόδου, οπότε η πρώτη ή η τελευταία απόδειξη είναι μηνιαία.
Ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλλει την κατά τα ανωτέρω διμηνιαία εισφορά μέχρι το τέλος του επομένου της αναφερομένης περιόδου μήνα, διαφορετικά από την πρώτη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα η εισφορά θεωρείται καθυστερούμενη και επιβαρύνεται με πρόσθετα τέλη.
3.Όλων των ειδών οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ο.Α.Ε.Ε. αναπροσαρμόζονται στο ύψος του ασφαλίστρου του χρόνου καταβολής τους και επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος 3% για τον πρώτο μήνα καθυστέρησης και 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 120% συνολικά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν κάθε φορά σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 2676/1999 (1 Α’).
4.Με την προβλεπόμενη από την παρ. 3β του αρθ. 12 του ν. 2676/1999 (1 Α’) υπουργική απόφαση, καθορίζεται η διαδικασία εφαρμογής των οριζόμενων στην παρ.1 του παρόντος άρθρου, ο τρόπος τήρησης των ασφαλιστικών λογαριασμών, η μηχανογραφική παραγωγή των απαραιτήτων στοιχείων και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
Άρθρο 16
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
1.Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά.
Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.), που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανά του. Το ποσό των ΠΕΕΠΤ δεν αναπροσαρμόζεται και εξοφλείται με τις προβλεπόμενες κάθε φορά προσαυξήσεις.
Ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα να προβαίνει και στις ενέργειες, που προβλέπονται και από τον αναγκαστικό νόμο 86/1967 (136 Α’), όπως ισχύει κάθε φορά.
2.Με βάση τους τίτλους της προηγουμένης παραγράφου και αφού προηγουμένως διαπιστωθεί η μη πληρωμή της οφειλής από τους υπόχρεους, συντάσσονται καταστάσεις οφειλετών, οι οποίες, αφού υπογραφούν από το αρμόδιο όργανο, επέχουν θέση τίτλου εκτέλεσης και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
3.Κατά των ανωτέρω πράξεων επιτρέπεται η άσκηση ενστάσεων ενώπιον των Τ.Δ.Ε. από τους ενδιαφερόμενους εντός προθεσμίας 30 ημερών από της κοινοποίησής τους.
4.Η τυχόν άσκηση από τον οφειλέτη ένστασης κατά της Π.Ε.Ε.Π.Τ. δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της.
5.Ο τύπος και τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχουν οι Π.Ε.Ε.Π.Τ., ο τρόπος επίδοσης αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια προβλέπονται από τον Κανονισμό Ασφαλιστικής Λειτουργίας του Οργανισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.).
Άρθρο 17
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Το δικαίωμα του Οργανισμού προς είσπραξη εισφορών παραγράφεται μετά από παρέλευση 20ετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αυτές κατέστησαν απαιτητές. Σε περίπτωση έκδοσης Π.Ε.Ε.Π.Τ. ή ρύθμισης των οφειλών σε δόσεις ή υποβολής μήνυσης από τον Οργανισμό ή σε κάθε άλλη περίπτωση προβλεπόμενη από τον Κ.Ε.Δ.Ε. η παραγραφή διακόπτεται και αρχίζει νέα 20ετής.
Ο ασφαλισμένος δικαιούται να καταβάλλει τις εισφορές και μετά την παραγραφή αυτών, με το ισχύον ασφάλιστρο του χρόνου καταβολής και τις νόμιμες προσαυξήσεις. Στην περίπτωση αυτή ο Οργανισμός υποχρεούται να συνυπολογίσει το χρόνο, για τον οποίο καταβλήθηκαν οι εισφορές, ως χρόνο ασφάλισης.
Εισφορές ασφαλισμένων κλάδου σύνταξης αχρεωστήτως εισπραχθείσες επιστρέφονται ατόκως, με αίτηση του ασφαλισμένου ή και αυτεπάγγελτα από την υπηρεσία. Το δικαίωμα προς επιστροφή παραγράφεται μετά παρέλευση 5ετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου καταβλήθηκαν οι εισφορές.
Άρθρο 18
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1.Πρόσωπα, που έχουν υπαχθεί καθοιονδήποτε τρόπο στην ασφάλιση των καταργουμένων Ταμείων Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α. και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του παρόντος, δύνανται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον διατηρούν την ιδιότητα για την οποία υπήχθησαν στην ασφάλισή των Ταμείων αυτών.
Τα πρόσωπα αυτά δύνανται να ζητήσουν τη διακοπή της ασφάλισής τους με αίτηση, υποβαλλομένη εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος.
Η διακοπή της ασφάλισής τους ενεργείται από την 1η του επομένου μήνα υποβολής της αίτησης.
2.Πρόσωπα που έχουν εξαιρεθεί με τις προϊσχύουσες διατάξεις από την υποχρεωτική ασφάλιση των καταργούμενων Ταμείων Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α., δεν υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., εφόσον κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται όμως να υπαχθούν στην προαιρετική ασφάλιση.
Πρόσωπα που δεν συμπληρώνουν το ως άνω όριο ηλικίας υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος.
3.Ο χρόνος ασφάλισης, που πραγματοποιήθηκε στα καταργούμενα Ταμεία, Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α., ο χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στα Ταμεία αυτά, καθώς και ο χρόνος που διανύθηκε ή αναγνωρίστηκε από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 2676/1999 (1 Α’) μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Οργανισμού λειτουργίας του Ο.Α.Ε.Ε. λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλισή του.
4.Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στα καταργούμενα Ταμεία Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α., ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης, λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον Ο.Α.Ε.Ε. και δεν επιστρέφονται ασφαλιστικές εισφορές, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής και δεν υπάρχει ασφάλιση σε άλλο φορέα Κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
5.Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των καταργουμένων Ταμείων Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α., λόγω διακοπής του επαγγέλματος, συνεχίζουν αυτήν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του παρόντος.
6.Οι ασφαλισμένοι των καταργουμένων Ταμείων Τ.Ε.Β.Ε. Τ.Α.Ε. Τ.Σ.Α. κατατάσσονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία, με βάση την εισφορά που κατέβαλαν στο Ταμείο από το οποίο προέρχονται.
7.Ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε διαδοχικά σε οποιονδήποτε από τους καταργούμενους φορείς μέχρι την ενοποίηση θεωρείται ότι διανύθηκε στην 3η ασφαλιστική κατηγορία.
8.Μέχρι να εφαρμοσθεί το σύστημα καταβολής των εισφορών, σύμφωνα με τα ανωτέρω και σε καμία περίπτωση πέραν των δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος π.δ/τος, ο Ο.Α.Ε.Ε. δύναται να εισπράττει τις ασφαλιστικές του εισφορές με τα ισχύοντα στα καταργούμενα Ταμεία συστήματα είσπραξης των εισφορών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΩΝ
Άρθρο 19
ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, ως συντάξιμος χρόνος λογίζεται:
1.Ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης στον Ο.Α.Ε.Ε., ο οποίος υπολογίζεται σε έτη και μήνες.
Όπου απαιτείται κατά νόμο η μετατροπή του συντάξιμου χρόνου σε ημέρες, υπολογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης για κάθε μήνα και 300 ημέρες για κάθε έτος.
2.Ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε στον Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του παρόντος π.δ/τος.
3.Ο χρόνος Διαδοχικής Ασφάλισης που διανύθηκε σε φορείς Κύριας Ασφάλισης, ο οποίος μετατρέπεται σε έτη και μήνες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, πλην του ΝΑΤ που υπολογίζεται με 30 ημέρες το μήνα και 360 ημέρες το χρόνο.
4.Για τη χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος δεν απαιτείται ενεργός ασφαλιστικός δεσμός.
Για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχει συμπληρωθεί πλήρως ο απαιτούμενος χρόνος.
5.Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη λόγω αναπηρίας, συνυπολογίζεται για την συμπλήρωση των ελάχιστων χρονικών προϋποθέσεων των 15 ετών, που απαιτούνται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος και όχι για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης.
Άρθρο 20
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ
1.Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε. δικαιούνται σύνταξη λόγω γήρατος μετά την διακοπή του επαγγέλματός τους:
α) Όταν συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και έχουν συντάξιμο χρόνο 15 ετών.
β) Όταν συμπληρώσουν το 60ο έτος της ηλικίας τους και έχουν συντάξιμο χρόνο 35 ετών.
2.Οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 37 ετών πραγματικής ασφάλισης, σε φορείς κύριας ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών και ανεξάρτητα απασχολουμένων, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύει.
3.Οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού οι οποίοι συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και τουλάχιστον 11k έτη υποχρεωτικής ασφάλισης σε φορείς ελευθέρων επαγγελματιών και ανεξάρτητα απασχολουμένων, μέχρι τις 31.12.2007 και δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, δικαιούνται σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύει.
4.Οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού, που είναι τυφλοί ή παραπληγικοί με ποσοστό αναπηρίας 67%, δικαιούνται σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.612/1977 (164 Α’), όπως ισχύουν.
Επίσης με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, δικαιούνται σύνταξη λόγω γήρατος και οι ασφαλισμένοι: α) που πάσχουν από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή, δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία, υποβάλλονται σε μεταγγίσεις και έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% σύμφωνα με την παρ. 3 αρθ. 16 του ν.2227/1994, 129 Α’, β) που πάσχουν από αιμορροφιλία τύπου Α’ και Β’, καθώς και οι μεταμοσχευόμενοι από συμπαγή όργανα (καρδιά πνεύμονες ήπαρ και πάγκρεας), που βρίσκονται σε συνεχή ανοσοκαταστολή, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% σύμφωνα με την παρ. 1 αρθ. 5 ν. 3232/2004 και γ) που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού εφόσον και στην περίπτωση αυτή συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν.
Ο χρόνος που προστίθεται στο χρόνο ασφάλισης του Οργανισμού για τη συμπλήρωση των 35 ετών, για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης όλων των ανωτέρω, θεωρείται ότι διανύθηκε στην 1η ασφαλιστική κατηγορία.
5.Μητέρες αναπήρων τέκνων με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον 10ετή έγγαμο βίο, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν.
Άρθρο 21
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΛΟΓΩ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
1.Ο ασφαλισμένος του Ο.Α.Ε.Ε., μετά την διακοπή του επαγγέλματος λόγω νόσου, δικαιούται σύνταξης λόγω αναπηρίας, εάν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει πέντε έτη ασφάλισης, από τα οποία δύο έτη μέσα στα πέντε τελευταία έτη πριν την επέλευση της αναπηρίας ή τη διακοπή της ασφάλισης.
Εάν κατά την διάρκεια των πέντε ετών ο ασφαλισμένος έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των πέντε ετών επεκτείνεται για όσο χρόνο συνταξιοδοτήθηκε.
2.Σύνταξη λόγω αναπηρίας δικαιούται και ο ασφαλισμένος που έχει πραγματοποιήσει 15 έτη ασφάλισης και δεν έχει ασφαλιστεί, από την διακοπή της ασφάλισής του μέχρι την επέλευση της αναπηρίας, σε άλλο ασφαλιστικό φορέα Κύριας Ασφάλισης ή το Δημόσιο.
3.Ο ασφαλισμένος του Ο.Α.Ε.Ε θεωρείται ανάπηρος για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων σε περίπτωση πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής για εξάμηνη διάρκεια τουλάχιστον, κατά ιατρική πρόβλεψη, εφόσον καταστεί ανίκανος με ποσοστό 67% και άνω, για το επάγγελμα που ασκούσε προ της επέλευσης της αναπηρίας.
4.Εάν η ανικανότητα οφείλεται σε βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ’ αφορμής αυτής, για την χορήγηση σύνταξης δεν απαιτείται η πραγματοποίηση του καθοριζόμενου στην παρ. 1του παρόντος άρθρου χρόνου ασφάλισης.
5.Εάν η ανικανότητα προς εργασία οφείλεται σε βίαιο συμβάν, που δεν επήλθε όμως κατά την εκτέλεση ή εξ’ αφορμής της εργασίας, για την χορήγηση σύνταξης αρκεί η πραγματοποίηση του μισού χρόνου ασφάλισης, που καθορίζεται στις παρ. 1 & 2 του παρόντος άρθρου, χωρίς όμως αντίστοιχη μείωση και του κατά την τελευταία προ της επέλευσης της αναπηρίας ή της διακοπής της ασφάλισης πενταετία απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης.
Η θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας από βίαιο συμβάν εκτός εργασίας, με βάση τη διάταξη της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, γίνεται με την προϋπόθεση ότι ο ανάπηρος μετά την διακοπή της ασφάλισης δεν έχει ασφαλιστεί σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το δημόσιο.
6.Εάν ο ασφαλισμένος κατέστη ανάπηρος εκ προθέσεως ή συνεπεία κακουργήματος παρ’ αυτού διαπραχθέντος, αποδεικνύεται δε η ενοχή του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, δεν δικαιούται σύνταξης λόγω αναπηρίας.
Εάν όμως υπάρχουν πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 23 του παρόντος, αυτοί δικαιούνται τη σύνταξη, την οποία θα εδικαιούντο σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25 του παρόντος.
Άρθρο 22
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
1.Αρμόδια για τη διαπίστωση της αναπηρίας, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 21, είναι η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του ΟΑΕΕ του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου, στην οποία παραπέμπεται από το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού.
2.Η υγειονομική επιτροπή, που εξετάζει τον ασθενή αποφαίνεται για το είδος της πάθησής του, τη διάρκεια ανικανότητας και το ποσοστό της αναπηρίας του για το ασφαλιζόμενο επάγγελμα.
3.Την απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής μπορεί να προσβάλλει ο ασφαλισμένος στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης.
Την ανωτέρω απόφαση μπορεί να προσβάλλει και ο Οργανισμός ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, μετά από γνώμη του αρμοδίου υγειονομικού οργάνου, εντός μηνός από της κοινοποίησης της απόφασης.
Το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού μπορεί οποτεδήποτε να παραπέμπει συνταξιούχο στην υγειονομική επιτροπή για εξέταση και πριν από τη λήξη της περιόδου, για την οποία κρίθηκε ανάπηρος, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει μεταβληθεί η κατάσταση της υγείας του και εάν κριθεί ικανός, να διακόψει την σύνταξή του.
4.Οι υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες και για τις παροχές του Κλάδου Υγείας όπου από τον ισχύοντα κανονισμό ή από σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ απαιτείται η παραπομπή των ασφαλισμένων σε αυτές.
5.Ο ασφαλισμένος που συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, δικαιούται παράτασης της συνταξιοδοτήσεώς του, μετά από νέα κρίση της υγειονομικής επιτροπής, στην οποία παραπέμπεται από το αρμόδιο όργανο του ΟΑΕΕ, τουλάχιστον τρεις μήνες προ της λήξεως της αναπηρίας του.
Σε περίπτωση μη προσέλευσης εντός εξαμήνου για εξέταση στις υγειονομικές επιτροπές, του μεν ασφαλισμένου που αιτείται σύνταξη λόγω αναπηρίας απορρίπτεται το αίτημά του, του δε συνταξιούχου που παραπέμπεται για παράταση αναπηρίας διακόπτεται η συνταξιοδότηση από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου, εντός του οποίου έληξε η αναπηρία του.
Μετά την απόρριψη του αιτήματος ή τη διακοπή της συνταξιοδότησης, δύναται να επανέλθει οποτεδήποτε με νέα αίτηση για συνταξιοδότηση, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης.
6.Ο ασφαλισμένος που κρίθηκε οριστικά από τις υγειονομικές επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας λιγότερο από 67%, δεν δικαιούται να ζητήσει την επανάκρισή του για την ίδια πάθηση, αν δεν περάσει ένα έτος από την τελευταία κρίση της υγειονομικής επιτροπής, εκτός αν επέλθει επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του.
7.Ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας μπορεί με αίτησή του να ζητήσει τη μετατροπή της σύνταξης λόγω αναπηρίας σε λόγω γήρατος, εφόσον έχει τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α, β της παρ. 1 του άρθρου 20, περί προϋποθέσεων συντάξεως λόγω Γήρατος.
Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας μπορεί να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύσουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη.
8.Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται αυτοδικαίως οριστικές όταν:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά την διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά την διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
γ) Ο επί 12ετία συνεχώς συνταξιοδοτούμενος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
δ) Ο επί 20ετία διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς συνταξιοδοτούμενος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
9.Οι αρμόδιες για τη διαπίστωση της αναπηρίας πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές εδρεύουν στις πρωτεύουσες των νομών και απαρτίζονται από τρεις ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, είτε από μονίμους ιατρούς του Οργανισμού, όπου υπάρχουν, είτε από συνεργαζόμενους μ’ αυτόν.
Ειδικότερα, για το νομό Αττικής και Θεσσαλονίκης πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή θα εδρεύει σε κάθε Περιφερειακή Δ/νση.
Η θητεία των μελών των παραπάνω επιτροπών ορίζεται σ’ ένα έτος.
Επί προσφυγών κατ’ αποφάσεων των πρωτοβαθμίων υγειονομικών επιτροπών αποφαίνονται οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές του Οργανισμού, οι οποίες εδρεύουν στις Περιφερειακές Δ/νσεις, όπως αυτές ορίζονται από τον Οργανισμό Λειτουργίας του ΟΑΕΕ.
Ειδικότερα, στο νομό Αττικής και Θεσσαλονίκης δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές θα εδρεύουν δύο στην Αθήνα, μια στον Πειραιά και μια στη Θεσσαλονίκη.
Οι δευτεροβάθμιες επιτροπές απαρτίζονται από τρεις ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, από τους μονίμους ιατρούς του Οργανισμού ή τους συνεργαζόμενους μ’ αυτόν.
Η θητεία των μελών των δευτεροβαθμίων επιτροπών ορίζεται σ’ ένα έτος.
Ιατροί που συμμετέχουν σε πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές, δεν δύνανται συγχρόνως να συμμετέχουν και σε δευτεροβάθμιες επιτροπές.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού συγκροτούνται οι ως άνω Υγειονομικές Επιτροπές.
Επίσης, είναι δυνατόν να συγκροτούνται πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές και σε Περιφερειακά Τμήματα, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.
10.Οι δαπάνες εξέτασης των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Οργανισμού από τις υγειονομικές επιτροπές βαρύνουν τον Κλάδο Σύνταξης του ΟΑΕΕ.
Οι παραπεμπόμενοι αυτεπαγγέλτως στις δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Οργανισμού, εφόσον διαμένουν εκτός της έδρας της επιτροπής, δικαιούνται έξοδα μετακίνησης, που αντιστοιχούν στην καταβολή του αντιτίμου του εισιτηρίου, προκειμένου περί αυτοκινήτων και της κατώτερης θέσης, προκειμένου περί μετακίνησης σιδηροδρομικώς ή δια θαλάσσης ή αεροπορικώς.
11.Με την προβλεπόμενη από την παρ. 3β του αρθ. 12 του ν. 2676/1999 (1 Α’) Υπουργική Απόφαση θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών.
Άρθρο 23
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου που έχει τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 21 του παρόντος π.δ/τος, καθώς και σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος, δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους:
1.Ο επιζών των συζύγων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 του ν.2676/1999 (1 Α’), όπως ισχύουν.
2.Τα άγαμα νόμιμα, νομιμοποιημένα, αναγνωρισμένα και υιοθετημένα τέκνα, εφόσον η υιοθεσία έλαβε χώρα ένα έτος τουλάχιστον προ του θανάτου ή της χορήγησης της συντάξεως στο θετό γονέα και μέχρι της συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας τους.
3.Τα παιδιά ορφανά και από τους δύο γονείς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 5 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν.
4.Οι κατά τον χρόνο του θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου άγαμοι, ορφανοί αμφοτέρων των γονέων, εγγονοί και προγονοί, εφόσον αυτοί συντηρούντο κυρίως από τον θανόντα ή τη θανούσα και δεν λαμβάνουν άλλη σύνταξη από φορέα κύριας ασφάλισης ή το δημόσιο και μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους.
Τα πρόσωπα των ανωτέρω περιπτώσεων 2 και 3 δικαιούνται σύνταξη μέχρι και του 19ου έτους της ηλικίας, εφόσον δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή και του 26ου έτους της ηλικίας, εφόσον σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες από το κράτος σχολές επιστημονικής ή τεχνικής εκπαίδευσης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και στα Ι.Ε.Κ. της ημεδαπής. Προκειμένου περί αγάμων τέκνων, εγγονών και προγονών, ανικάνων για κάθε βιοποριστική εργασία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, η σύνταξη καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, εφόσον η ανικανότητα επήλθε προ της συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας ή του 24ου έτους προκειμένου περί σπουδαζόντων.
Τα πρόσωπα των παρ. 2 & 3 του παρόντος άρθρου δικαιούνται σύνταξη, εφόσον δεν ασκούν επάγγελμα ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.
5.Οι γονείς, εάν είναι οικονομικώς αδύνατοι και συντηρούντο κυρίως από τον θανόντα και δεν λαμβάνει σύνταξη κανένας από αυτούς ή δεν καλύπτεται ασφαλιστικά από άλλο φορέα, από τον οποίο να δικαιούται σύνταξη ή άλλη παροχή.
Οι θετοί γονείς δικαιούνται σύνταξη με τις ίδιες προϋποθέσεις, εφόσον η υιοθεσία έλαβε χώρα τρία τουλάχιστον συμπληρωμένα έτη προ του θανάτου του υιοθετηθέντος τέκνου.
6.Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη εάν:
α)Ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου ή της συζύγου επήλθε προ της παρόδου έξη μηνών από την τέλεση του γάμου.
β)Ο θανών ή η θανούσα κατά την τέλεση του γάμου ελάμβανε σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας και ο θάνατος επήλθε πριν από την παρέλευση 24 μηνών από την τέλεση του γάμου.
Οι ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις δεν απαιτούνται εάν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν.
β) Υφισταμένου γάμου γεννήθηκε ή δια γάμου νομιμοποιήθηκε τέκνο.
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
7.Όλα τα δικαιώματα, τα οποία κατά τον Κανονισμό αυτό έχουν ως προϋπόθεση το θάνατο, γεννώνται και για την αφάνεια που έχει κηρυχθεί νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
8.Ο/η διαζευγμένος δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου, του/της πρώην συζύγου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν.
Άρθρο 24
ΠΟΣΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
1.Η μηνιαία σύνταξη λόγω γήρατος και αναπηρίας, συνίσταται σε ποσοστό 2% επί των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
Εάν στο συντάξιμο χρόνο ή στο χρόνο υπαγωγής σε ορισμένη ασφαλιστική κατηγορία, περιλαμβάνεται και κλάσμα έτους, τότε συνυπολογίζεται και το ποσοστό που αναλογεί σ’ αυτό.
Το ποσό σύνταξης λόγω γήρατος που καταβάλλεται στους συνταξιοδοτούμενους, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 του παρόντος Κανονισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 2/3 ούτε να υπολείπεται του k του εκάστοτε καταβαλλόμενου κατώτατου ορίου σύνταξης γήρατος του Οργανισμού.
Στην κατηγορία αυτή των συνταξιούχων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Οργανισμού περί κατωτάτων ορίων, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν.2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α’) όπως ισχύουν (περ. α εδαφ. δεύτερο και περ. δ παρ. 3 άρθρου 16 του ν. 3232/2004.
2.Το κατώτατο όριο μηνιαίας σύνταξης λόγω γήρατος και αναπηρίας καθορίζεται στο ποσό που αντιστοιχεί σε 15 χρόνια ασφάλισης στην 6η ασφαλιστική κατηγορία.
3.Το ποσό της καταβαλλόμενης από τον οργανισμό μηνιαίας σύνταξης λόγω αναπηρίας προσαυξάνεται κατά 50% αυτής, εφόσον ο ανάπηρος βρίσκεται σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή επίβλεψη, περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου (απόλυτος αναπηρία).
Η ανωτέρω προσαύξηση απολύτου αναπηρίας καταβάλλεται και στις παρακάτω περιπτώσεις, εφόσον κριθεί από τις υγειονομικές επιτροπές, ότι χρήζουν συνεχούς επίβλεψης, περιποίησης και συμπαράστασης άλλου προσώπου:
α) Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος, εφόσον είναι πρακτικά τυφλοί εξ’ αμφοτέρων των οφθαλμών.
β) Στους δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου.
4.Το ποσό της σύνταξης των τυφλών ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (164 Α’), προσαυξάνεται με το επίδομα απολύτου αναπηρίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (48 Α’) όπως ισχύουν.
Άρθρο 25
ΠΟΣΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ
1.Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου λόγω γήρατος και αναπηρίας, το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων μελών υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης του θανόντος και κατανέμεται στα μέλη της οικογένειας ως εξής:
α) Στον επιζώντα των συζύγων το 70% του ποσού της βασικής σύνταξης του θανόντος ή της θανούσης.
β) Το ποσό της σύνταξης, το οποίο δικαιούται κάθε τέκνο, ισούται προς το 20% του ποσού της βασικής σύνταξης του θανόντος ή της θανούσης.
Σε περίπτωση που το τέκνο είναι ορφανό και από τους δύο γονείς ή ο επιζών γονέας ήρθε σε δεύτερο γάμο, τότε το ποσό της σύνταξης του τέκνου γίνεται 60%.
Το σύνολο της σύνταξης του επιζώντα συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος ή της θανούσης και σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιζών σύζυγος το 100% της εν λόγω σύνταξης.
Εάν το σύνολο των συντάξεων υπερβαίνει τα όρια της προηγουμένης περίπτωσης, η σύνταξη κάθε δικαιοδόχου μειώνεται ανάλογα.
γ) Οι γονείς, εγγονοί και προγονοί δικαιούνται σύνταξη, εάν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ή τέκνα που να δικαιούνται σύνταξη.
Σε περίπτωση που υπάρχουν χήρα ή χήρος ή τέκνα, δικαιούνται το υπόλοιπο της σύνταξης μέχρι συμπληρώσεως του 100% της σύνταξης του θανόντα.
δ) Το ποσό της σύνταξης για κάθε εγγονό ή προγονό, τον πατέρα ή την μητέρα, εφόσον δικαιούνται σύνταξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25, ισούται προς το 20% της σύνταξης του θανόντος ή της θανούσης, εκτός αν η μητέρα είναι χήρα, οπότε δικαιούται το 40%, χωρίς όμως το σύνολο των συντάξεων των εγγονών, προγονών και γονέων να υπερβαίνει το 80% της συντάξεως του θανόντος ή της θανούσης ή, σε περίπτωση που υπάρχει επιζών σύζυγος και τέκνα, το εναπομείναν υπόλοιπο.
Εάν το σύνολο των συντάξεων υπερβαίνει τα παραπάνω όρια, η σύνταξη έκαστου δικαιούμενου μειώνεται ανάλογα.
ε) Το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/ η καθορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν.3232/2004 (48 Α’).
2.Το κατώτατο όριο μηνιαίας σύνταξης λόγω θανάτου, ορίζεται στο 80% του κατώτατου ορίου σύνταξης λόγω γήρατος και αναπηρίας.
Άρθρο 26
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΔΩΡΑ ΕΟΡΤΩΝ
Ο ΟΑΕΕ χορηγεί στους συνταξιούχους του, επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα κάθε έτους, δώρα ως εξής:
1.Δώρου Χριστουγέννων, το οποίο είναι ίσο με μια καταβαλλόμενη σύνταξη, δικαιούνται όσοι είναι συνταξιούχοι την πρώτη Δεκεμβρίου, καθώς και εκείνοι για τους οποίους εκδίδεται απόφαση περί συνταξιοδότησης μετά την πρώτη Δεκεμβρίου εφόσον η έναρξη συνταξιοδότησης ανατρέχει πριν από την ημερομηνία αυτή.
2.Σε όσους είναι συνταξιούχοι την πρώτη του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα, το δώρο είναι ίσο με μισή καταβαλλόμενη σύνταξη, εφαρμοζόμενων αναλόγως των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο.
3.Στους συνταξιούχους που η συνταξιοδότησή τους έληξε μέσα στο χρονικό διάστημα από της ημερομηνίας του Πάσχα μέχρι την 25η Δεκεμβρίου και αντίστροφα, ως δώρο Χριστουγέννων ή Πάσχα καταβάλλεται ποσό ίσο με ένα τριακοστό ( 1/30 ) της μηνιαίας σύνταξης για κάθε οκταήμερο συνταξιοδότησής τους, χωρίς να δύναται να υπερβεί το ποσό των δώρων τη μία σύνταξη για τα Χριστούγεννα και τη μισή για το Πάσχα.
4.Σε όσους είναι συνταξιούχοι κατά την πρώτη Ιουνίου ή η έναρξη συνταξιοδοτήσεως ανατρέχει στην ημερομηνία αυτή, χορηγείται επίδομα θερινών διακοπών, ίσο με την μισή καταβαλλόμενη σύνταξη.
Συνταξιούχοι του Οργανισμού, των οποίων η συνταξιοδότηση έληξε ή η καταβολή της συντάξεως ανεστάλη πριν από τον μήνα Ιούνιο κάθε έτους, δικαιούνται κλάσμα από το επίδομα που προβλέπει το προηγούμενο εδάφιο, ίσο με τόσα εικοστά τέταρτα της καταβαλλόμενης σύνταξης, όσοι και οι μήνες της συνταξιοδότησης κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο.
5.Ο Οργανισμός χορηγεί στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του επίδομα αεροθεραπείας, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία και τις εκάστοτε κοινές υπουργικές αποφάσεις.
Άρθρο 27
ΗΛΙΚΙΑ
1.Η ηλικία των ασφαλισμένων και των μελών της οικογένειας τους αποδεικνύεται με το δελτίο της αστυνομικής τους ταυτότητας. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει αστυνομική ταυτότητα, η ηλικία αποδεικνύεται με ληξιαρχική πράξη γέννησης, η οποία έχει συνταχθεί ή διορθωθεί μέσα σε 90 μέρες από τη γέννηση ή με την εγγραφή στα Μητρώα Αρρένων ή στα Δημοτολόγια που ισχύουν και εάν δεν υπάρχει ημερομηνία γέννησης στο δελτίο ταυτότητας, τότε θα λαμβάνεται υπόψη η αναγραφόμενη σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, άλλως σαν ημερομηνία γέννησης θεωρείται η 30η Ιουνίου του έτους γέννησης.
2.Στην περίπτωση που υπάρχουν δύο ή περισσότερες εγγραφές στα ίδια ή διαφορετικά Μητρώα Αρρένων ή στα Δημοτολόγια που ισχύουν με διαφορετικό έτος γέννησης, λαμβάνεται υπόψη η παλαιότερη εγγραφή.
Αν έχει γίνει διόρθωση ή μεταβολή του έτους γέννησης που αναγράφεται στα Μητρώα Αρρένων ή στα Δημοτολόγια που ισχύουν με οποιαδήποτε τρόπο, ως έτος γέννησης σε όλες τις περιπτώσεις θεωρείται αυτό που γράφτηκε πριν από την διόρθωση ή την μεταβολή.
3.Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η ηλικία βεβαιώνεται με απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του ΙΚΑ, μετά από αίτηση του αρμοδίου οργάνου του Ο.Α.Ε.Ε. ή του ασφαλισμένου. Με απόφαση της ίδιας Επιτροπής βεβαιώνεται η ηλικία και στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος αμφισβητήσει την ορθότητα της εγγραφής του έτους της γέννησής του στα Μητρώα
Αρρένων ή στα Δημοτολόγια, εφόσον η αμφισβήτηση αυτή στηρίζεται αποκλειστικά σε έγγραφα στοιχεία, τα οποία έχουν συνταχθεί πριν από την υπαγωγή στην ασφάλιση.
4.Η ηλικία των, κατά το χρόνο της αίτησής τους για χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, αλλοδαπών ή ακαθόριστης υπηκοότητας ασφαλισμένων και των μελών της οικογενείας τους αποδεικνύεται με το νόμιμα θεωρημένο διαβατήριό τους ή με την ταυτότητα, με την οποία τους έχει εφοδιάσει η αρμόδια αστυνομική αρχή.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, η ηλικία αποδεικνύεται με έγγραφο στοιχείο που προβλέπεται από τη νομοθεσία του Κράτους που γεννήθηκε ο δικαιοδόχος της παροχής, εφόσον είναι θεωρημένο από την αρμόδια Ελληνική Προξενική Αρχή.
Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πιο πάνω πρόσωπα.
Άρθρο 28
ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
1.Η σύνταξη καταβάλλεται στο δικαιούχο ή στο νόμιμο πληρεξούσιό του.
2.Ο τρόπος και ο χρόνος της καταβολής της σύνταξης καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΕ.
3.Η στρογγυλοποίηση του ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2 του ν. 2842/2000 (207 Α’).
4.Συντάξεις που οφείλονται σε αποβιώσαντα συνταξιούχο καταβάλλονται στους νομίμους κληρονόμους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
Άρθρο 29
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
1.Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα ασκείται με την υποβολή σχετικής αίτησης.
2.Μαζί με την αίτηση υποβάλλονται και τα προβλεπόμενα από την Υπουργική Απόφαση της παρ. 3β αρθ.12ν. 2676/1999 (1 Α’) δικαιολογητικά.
Όλα τα δικαιολογητικά, πλην του επαγγελματικού διπλώματος από τους αυτοκινητιστές, εφόσον κατέχουν επαγγελματικό δίπλωμα, πρέπει να υποβληθούν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από της υποβολής της αίτησης, μετά την παρέλευση της οποίας η αίτηση απορρίπτεται. Υποβολή νέας αίτησης παράγει αποτελέσματα από της υποβολής της.
Άρθρο 30
ΕΝΑΡΞΗ ΛΗΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
1.Το δικαίωμα για σύνταξη αρχίζει:
α) Για σύνταξη λόγω γήρατος από την 1η του επόμενου μήνα από εκείνο, μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για απονομή της σύνταξης.
β) Για σύνταξη λόγω αναπηρίας από την 1η του επόμενου της υποβολής της αίτησης μήνα, εφόσον ο δικαιούχος έχει διακόψει το επάγγελμα και η επέλευση της αναπηρίας διαπιστουμένης από την Υγειονομική Επιτροπή προηγείται της αίτησης.
γ) Για τις ανωτέρω περιπτώσεις που το επάγγελμα έχει διακοπεί μεταγενέστερα, η σύνταξη καταβάλλεται απ’ την 1η του επόμενου μήνα της διακοπής. Για τους αυτοκινητιστές όμως που κατέχουν επαγγελματική άδεια οδήγησης, εφόσον αυτή δεν υποβλήθηκε μαζί με την αίτηση συνταξιοδότησης, η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα που υποβλήθηκε η άδεια οδήγησης.
δ) Η σύνταξη των μελών οικογενείας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου αρχίζει απ’ την 1η του επόμενου μήνα εκείνου, μέσα στον οποίο επήλθε ο θάνατος.
Η σύνταξη λόγω θανάτου δύναται να καταβληθεί και αναδρομικά, όχι όμως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος, πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση.
2.Σε περίπτωση που υπάρχει οφειλή του αιτούντος, προκειμένου για σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή του θανόντος, σε περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου, στον οποίο συνετελέσθη η πλήρης εξόφληση της οφειλής, με την απαραίτητη προϋπόθεση υποβολής νέας αίτησης προς συνταξιοδότηση.
Εάν η εξόφληση της οφειλής έγινε ή πρόκειται να γίνει μέσα σε δύο μήνες από την έγγραφη ατομική ειδοποίηση του οφειλέτη από τον Οργανισμό ή περιορίσθηκε το σύνολο της οφειλής σε ποσό μικρότερο ή ίσο του δεκαπλάσιου του ποσού του κατωτάτου ορίου σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής αίτησης για σύνταξη, η σύνταξη αρχίζει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, επιφυλασσόμενης της διάταξης του αρθ. 61 ν. 2676/1999 (1 Α’) όπως κάθε φορά ισχύει.
Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι δεν παρελήφθη η ατομική ειδοποίηση από τον οφειλέτη, τότε η ανωτέρω προθεσμία των δύο μηνών αρχίζει από τη λήψη της νέας ειδοποίησης.
Εάν έχει περιορισθεί η οφειλή σε ποσό μικρότερο ή ίσο του δεκαπλάσιου των κατωτάτων ορίων, το ποσό αυτό προσαυξημένο με τα πρόσθετα τέλη, συμψηφίζεται ή παρακρατείται από τη σύνταξη σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από 20.
Η πρώτη δόση παρακρατείται από τον πρώτο μήνα που απονεμήθηκε η σύνταξη.
3.Το δικαίωμα σύνταξης λήγει:
α) Στη σύνταξη λόγω γήρατος στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του συνταξιούχου.
β) Στη σύνταξη λόγω αναπηρίας στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο ο ανάπηρος, βάσει απόφασης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε να πληροί τις προϋποθέσεις για παράταση σύνταξης λόγω αναπηρίας ή επήλθε ο θάνατος.
γ) Στη σύνταξη λόγω θανάτου στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο ετελέσθη γάμος ή επήλθε ο θάνατος.
Η σύνταξη των τέκνων, εγγονών και προγονών στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας ή το 19ο έτος, εφόσον δεν έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή το 26ο έτος, εφόσον εξακολουθούν τις σπουδές τους σε αναγνωρισμένες από το κράτος σχολές επιστημονικής ή τεχνικής εκπαίδευσης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και στα Ι.Ε.Κ. της ημεδαπής ή εφόσον αναλάβουν εργασία ή λάβουν σύνταξη από δική τους εργασία.
Για τα ανίκανα τέκνα στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο το τέκνο, βάσει απόφασης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε να πληροί τις προϋποθέσεις για παράταση σύνταξης λόγω ανικανότητας.
4.Σύνταξη που χορηγήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, διακόπτεται οριστικά από τον Οργανισμό από την 1η του επόμενου της διαπιστώσεως της ελλείψεως των προϋποθέσεων μηνός, ανεξάρτητα από το χρόνο απονομής αυτής.
Τα μέχρι της διακοπής καταβληθέντα ποσά συντάξεων δεν αναζητούνται από τον Οργανισμό, όταν δεν προκύπτει δόλος του συνταξιούχου.
5.Σύνταξη που χορηγήθηκε βάσει ψευδών δικαιολογητικών ή απατηλών μέσων, διακόπτεται οριστικά από το Ταμείο από την 1η του επόμενου της διαπίστωσης μήνα.
Άρθρο 31
ΣΥΡΡΟΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
1.Ουδείς δικαιούται να λάβει από τον Οργανισμό περισσότερες της μιας συντάξεις εκ της ιδίας αυτού ασφαλίσεως. Εάν ο ασφαλισμένος δικαιούται περισσότερες συντάξεις, λαμβάνει τη μεγαλύτερη.
2.Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό, δικαιούται σύνταξη από τον Ο.Α.Ε.Ε, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων, (ν. 2084/ 1992, 165 Α’ όπως ισχύει κάθε φορά) ίση με το οργανικό ποσό που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής του, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια συντάξεων.
Άρθρο 32
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
1.Η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται:
α) Αν ο συνταξιούχος λόγω γήρατος αναλάβει την άσκηση επαγγέλματος, που υπάγεται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης από την 1η του μήνα, εντός του οποίου ο συνταξιούχος θα αναλάβει την άσκηση του επαγγέλματος και προκειμένου περί αυτοκινητιστή από την 1η του μήνα εντός του οποίου, κατόπιν αίτησής του, θα αναλάβει την επαγγελματική άδεια οδήγησης.
β) Αν ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας αναλάβει την άσκηση επαγγέλματος, που υπάγεται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε..
Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης από το τέλος του μήνα του προηγούμενου εκείνου, που ο συνταξιούχος ανέλαβε την άσκηση επαγγέλματος.
γ) Αν ο συνταξιούχος αρνηθεί να εξετασθεί από την Υγειονομική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος π.δ/τος, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης από την πρώτη του μήνα του επόμενου εκείνου, κατά τον οποίο ορίσθηκε η εξέτασή του από την Υγειονομική Επιτροπή.
δ) Αν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του μεγαλύτερη από ένα έτος, εφόσον το αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε έχει σχέση με τη συμπεριφορά του έναντι του Οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη μεταβιβάζεται στους δικαιούχους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος.
2.Σε περίπτωση άρσης των λόγων της αναστολής η σύνταξη επαναχορηγείται, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, από τότε που εξέλειπαν οι λόγοι και δεν δύναται να ανατρέξει πέραν του έτους.
3.Ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. από συνταξιούχο λόγω γήρατος, κατά την διάρκεια της αναστολής καταβολής της σύνταξής του και είναι μεγαλύτερος από ένα έτος συνεχώς ή με διακοπές, προσμετράται στο χρόνο ασφάλισης, βάσει του οποίου συνταξιοδοτήθηκε και καθορίζεται το ποσό της προσαύξησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, το οποίο προστίθεται στην ήδη υπολογισθείσα οργανική σύνταξη, αφού αυτή αναπροσαρμοσθεί με τα ποσοστά αύξησης που κατέβαλε ο Οργανισμός.
4.Το δικαίωμα για τη λήψη της σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας αδρανεί για όσο χρονικό διάστημα η επιχείρηση ή το Δ.Χ αυτοκίνητο του προσώπου που δικαιούται τη σύνταξη έχει μεταβιβασθεί σε πρόσωπο που έχει ηλικία κάτω των 18 ετών.
5.Όσον αφορά στην απασχόληση των συνταξιούχων, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του αρθ. 63 του ν. 2676/1999, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Άρθρο 33
ΣΤΕΡΗΣΗ ΕΚΠΤΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
1.Στερούνται ή εκπίπτουν του δικαιώματος της σύνταξης όσοι επεδίωξαν να θεμελιώσουν ή θεμελίωσαν δικαίωμα με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά, τούτο δε προκύπτει από αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγήθηκαν συντάξεις με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά, ανακαλούνται και τα καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται και εισπράττονται, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπουν την είσπραξη καθυστερούμενων εισφορών.
2.Άτομα που προκάλεσαν δολίως τον θάνατο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Οργανισμού και έχουν καταδικασθεί γι’ αυτό με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, στερούνται ή εκπίπτουν του δικαιώματος επί των παροχών, τις οποίες θα ελάμβαναν ως δικαιούχοι λόγω θανάτου.
Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα επί των παροχών, υφίσταται για τους υπόλοιπους δικαιούχους.
Άρθρο 34
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
1.Το δικαίωμα στη σύνταξη είναι απαράγραπτο (άρθρο 31 ν.1027/1980).
2.Αξιώσεις για συντάξεις, που δεν εισπράχθηκαν μέσα σε (2) έτη από την ημέρα που κατέστησαν απαιτητές, παραγράφονται.
3.Σε περίπτωση εξαφάνισης ή ανάκλησης εν όλω ή εν μέρει οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης του ασφαλιστικού οργάνου, δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο η αναγνώριση αναδρομικών εις βάρος του Οργανισμού απαιτήσεων από συντάξεις ή διαφορές συντάξεων πέραν της πενταετίας από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του ενδιαφερομένου ή της έκδοσης της απόφασης, όταν η ανάκληση ή η εξαφάνιση γίνεται αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 35
ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
1.Οι συντάξεις που χορηγεί το Ταμείο δεν εκχωρούνται, ούτε κατάσχονται.
2.Εξαιρετικά επιτρέπεται η κατάσχεση μέχρι Ά του ποσού της σύνταξης, λόγω διατροφής συζύγου, κατιόντων ή ανιόντων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
3.Συμψηφισμός με τις συντάξεις που χορηγούνται από τον Ο.Α.Ε.Ε. επιτρέπεται μόνο για απόσβεση οφειλών του συνταξιούχου γήρατος ή αναπηρίας από εισφορές, πρόσθετα τέλη, τόκους, εισφορές από αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας ή από παροχές που έχει λάβει αχρεωστήτως. Ο συμψηφισμός ενεργείται σε ίσα μέρη και στη σύνταξη των μελών οικογενείας για απόσβεση, είτε τυχόν δικής τους οφειλής, είτε οφειλής του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου που πέθανε. Κάθε μέλος της οικογενείας, που δικαιούται σύνταξη από τον Οργανισμό λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, ευθύνεται για την επιστροφή ολόκληρου του ποσού των μηνιαίων συντάξεων που έχουν εισπραχθεί αχρεωστήτως από τον θανόντα.
Ο συμψηφισμός απαιτήσεων του Ταμείου με τη σύνταξη ενεργείται σε δόσεις, που ορίζονται με απόφαση της αρμόδιας Υπηρεσίας και μέχρι του Ά του ποσού της σύνταξης.
Άρθρο 36
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
1.Κάθε συνταξιούχος υποχρεούται να γνωρίζει αμέσως στον Ο.Α.Ε.Ε. κάθε μεταβολή που επέρχεται στην προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση, λόγω γάμου, ενηλικιώσεως τέκνου, θανάτου ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, που είναι δυνατόν να επιφέρει αλλαγή ή διακοπή στην χορηγούμενη σύνταξη.
2.Η χωρίς γνωστοποίηση της μεταβολής παρέλευση τριμήνου από την ημέρα κατά την οποία επήλθε η μεταβολή, συνεπάγεται την επιστροφή, εντόκως, των ποσών που ελήφθησαν αχρεωστήτως, με το ισχύον εκάστοτε για τις απαιτήσεις του Δημοσίου επιτόκιο.
Άρθρο 37
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1.Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των Τ.Ε.Β.Ε., ΤΑ.Ε. και Τ.Σ.Α. ή θα καταστούν συνταξιούχοι μέχρι την οριστική ενοποίηση των Ταμείων, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον Οργανισμό σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλομένων συντάξεων από τα ανωτέρω Ταμεία.
Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές κατηγορίες, ο Οργανισμός εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για κάθε κατηγορία στο παρόν π.δ/γμα.
2.Ειδικά περί συντάξεων λόγω θανάτου που χορηγήθηκαν μέχρι την ισχύ του ν.2676/1999 (1 Α’), αυτές εξακολουθούν να καταβάλλονται ως έχουν. Όσες χορηγήθηκαν μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου, υπόκεινται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 62 του ιδίου νόμου.
3.Πρόσωπα που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος καταστατικού, κατέστησαν συνταξιούχοι λόγω γήρατος ή αναπηρίας ενός εκ των τριών φορέων και έχουν θεμελιώσει με βάση το χρόνο ασφάλισης συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε κάποιον άλλον από τους φορείς αυτούς, δικαιούνται δεύτερη σύνταξη από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν.2084/1992 όπως ισχύουν περί διπλοσυνταξιούχων.
4.Πρόσωπα που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος καταστατικού, κατέστησαν συνταξιούχοι λόγω Γήρατος ή Αναπηρίας ενός εκ των τριών φορέων και παράλληλα ήταν ασφαλισμένοι σε κάποιον άλλον από τους φορείς αυτούς, δύνανται να συνεχίσουν ασφαλιζόμενοι στον Ο.Α.Ε.Ε., χωρίς καμία επίπτωση στην ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη και αφού συμπληρώσουν το 65 έτος της ηλικίας τους και τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης, δικαιούνται σύνταξη Γήρατος από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων.
5.Συνταξιούχοι λόγω γήρατος και αναπηρίας που η σύνταξή τους τελεί σε αναστολή, λόγω άσκησης επαγγέλματος που ασφαλίζεται σε ένα εκ των τριών Ταμείων ή λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης σε ανήλικο, εξακολουθούν να βρίσκονται σε αναστολή και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος και έως ότου εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν αυτή.
Αναστολή σύνταξης που έγινε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, πλην των ανωτέρω, παύει να ισχύει μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου.
6.Τα ανωτέρω πρόσωπα των παρ. 3 & 4 δύνανται με αίτησή τους οποτεδήποτε να ζητήσουν την προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής τους για την προσαύξηση της σύνταξής τους. Σ’ αυτή την περίπτωση η οργανική σύνταξή τους προσαυξάνεται με 2% για κάθε επί πλέον έτος ασφάλισης που θα προσμετρηθεί.
7.Πρόσωπα που δεν εδικαιούντο σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 96 του π.δ/τος 668/1981 (167 Α’), λόγω άσκησης επαγγέλματος υπαγομένου στην ασφάλιση του Τ.Α.Ε. ή του Τ.Ε.Β.Ε., μπορούν με αίτησή τους να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, τα οικονομικά όμως αποτελέσματα επέρχονται από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου της υποβολής της αίτησης.
Επί εκκρεμών υποθέσεων, τα οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από της ισχύος του παρόντος.
8.Πρόσωπα τα οποία μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, έλαβαν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από το Τ.Σ.Α. και διατήρησαν Δ.Χ. αυτοκίνητο και μετά την συνταξιοδότησή τους, εξακολουθούν να διατηρούν αυτό και μετά την ισχύ του παρόντος και καταβάλλουν υποχρεωτικά την προβλεπόμενη ειδική εισφορά από το άρθρο 48 παρ. 3 του π.δ/τος 669/1981 (169 Α’), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του π.δ/τος 53/1991 (26 Α’).
9.Πρόσωπα που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν διανύσει χρόνο ασφάλισης στο Τ.Ε.Β.Ε, κατατάσσονται για τον παρελθόντα χρόνο, σε ασφαλιστικές κατηγορίες του Ο.Α.Ε.Ε. ως εξής:
1.α) Για απεριόριστο χρόνο ασφάλισης και καταβολή εισφοράς στις υποχρεωτικές κατηγορίες Α, Β, Γ, Δ, Ε του ΤΕΒΕ στην 2η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστής) 2,5% επί των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
β) Για καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία ΣΤ’ του ΤΕΒΕ στην 3η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
2.α) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 035 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία
Ζ’ του ΤΕΒΕ στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
β) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 36 και άνω χρόνια και καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία Ζ’ του ΤΕΒΕ στην 7η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστής) η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
3.α) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 030 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία Η’ του ΤΕΒΕ στην 9η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
β) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 3135 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία Η’ του ΤΕΒΕ στην 10η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
γ) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 36 και άνω χρόνια και καταβολή εισφοράς στην υποχρεωτική κατηγορία Η’ του ΤΕΒΕ στην 11η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
4.α) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 030 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Θ’ του ΤΕΒΕ στην 13η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
β) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 3135 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Θ’ του ΤΕΒΕ στην 14η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) ως η περίπτωση α του εδαφίου 1 της παρούσης παραγράφου.
γ) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 36 και άνω χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Θ’ του ΤΕΒΕ στην 14η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) 3% επί των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
5.α) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 030 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Ι’ του ΤΕΒΕ στην 14η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) 2,75% των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
β) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 3135 χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Ι’ του ΤΕΒΕ στην 14η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) 3% των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
γ) Για συνολικό χρόνο ασφάλισης από 36 και άνω χρόνια και καταβολή εισφοράς στην προαιρετική κατηγορία Ι’ του ΤΕΒΕ στην 14η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και με ποσοστό σύνταξης (συντελεστή) 3,5% των κατά το άρθρο 5 ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας.
Ασφαλιστικές κατηγορίες Τ.Ε.Β.Ε. Ασφαλιστικές κατηγορίες Ο.Α.Ε.Ε.
Α,Β,Γ,Δ,Ε | 2η | Κατηγ. | Συντελ | 2,5% | ||||
ΣΤ | 3η | “ | “ | “ | ||||
Ζ | από | 35 | χρόνια | στην | 5η | “ | “ | “ |
από | 36 & άνω | χρόνια | στην | 7η | “ | “ | “ | |
Η | από | 30 | χρόνια | στην | 9η | “ | “ | “ |
από | 31-35 | χρόνια | στην | 10η | “ | “ | “ | |
από | 36 & άνω | χρόνια | στην | 11η | “ | “ | “ | |
Θ | από | 30 | χρόνια | στην | 13η | “ | “ | “ |
από | 31-35 | χρόνια | στην | 14η | “ | “ | “ | |
από | 36 & άνω | χρόνια | στην | 14η | “ | “ | 3% | |
Ι | από | 30 | χρόνια | στην | 14η | “ | “ | 2,75% |
από | 31-35 | χρόνια | στην | 14η | “ | “ | 3% | |
από | 36 & άνω | χρόνια | στην | 14η | “ | “ | 3,5% |
10.Πρόσωπα που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν διανύσει χρόνο ασφάλισης στο Τ.Α.Ε., κατατάσσονται για τον παρελθόντα χρόνο, σε ασφαλιστικές κατηγορίες του Ο.Α.Ε.Ε. ως εξής:
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Τ.Α.Ε.ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ο.Α.Ε.Ε.
Α1η
Β1η
Γ2η
Δ3η
Ε4η
ΣΤ6η
Ζ8η
11.Πρόσωπα που μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος έχουν διανύσει χρόνο ασφάλισης στο Τ.Σ.Α., κατατάσσονται για το σύνολο του παρελθόντα χρόνου στην 3η ασφαλιστική κατηγορία και δικαιούνται τις αντίστοιχες παροχές της κατηγορίας αυτής.
12.Σε περίπτωση που υπάρχει χρόνος υποχρεωτικής ασφάλισης, για τον οποίο οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές, αυτός κατατάσσεται για την καταβολή τους στην ασφαλιστική κατηγορία, στην οποία θα κατατασσόταν, ως εάν είχαν καταβληθεί εμπρόθεσμα οι ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παρ.
9,10, και 11 του παρόντος άρθρου. Οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές αναπροσαρμόζονται στο ύψος του ασφαλίστρου του χρόνου καταβολής και επιβαρύνονται με τα νόμιμα πρόσθετα τέλη.
13.Για τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ που υποβάλουν αίτηση για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.2676/1999, ο χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ θα υπολογίζεται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου της επιλογής τους.
Άρθρο 38
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την 1.1.2006.
Στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.
Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 2005